Θάμνοι

Καλλιστήμονας
      Τρυφερός, αειθαλής θάμνος έως μικρό δέντρο , όρθιας ανάπτυξης , με μακρύς ξηλοποιημένους βλαστούς . Το ύψος του φυτού είναι 1,5-3 m . Φύλλα επιμήκη , λογχοειδή , σκουροπράσινα , σκληρά στην υφή τους .
      Ζωηρόχρωμα και πολυάριθμα άνθη που φέρονται σε επάκριες κυλινδρικές ταξιανθίες , με προεξέχοντες κόκκινους στήμονες που δίνουν στο φυτό μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή εμφάνιση . Η μορφή της ταξιανθίας μοιάζει με βούρτσα καθαρισμού μπουκαλιών ΄΄μπουκαλόβουρτσα΄΄ , εξ ου και η κοινή του ονομασία στον τόπο καταγωγής του ΄΄bottlebrush΄΄ . Η πλούσια ανθοφορία του διαρκεί όλη την θερμή περίοδο του έτους , από νωρίς την Άνοιξη μέχρι και το τέλος του Φθινοπώρου.
      Πολλαπλασιάζετε με μοσχεύματα και με σπόρο .
      Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά το έδαφος , με εξαίρεση τα ιδιαίτερα ασβεστούχα εδάφη . Είναι ευαίσθητο στο κρύο και προτιμά ηλιόλουστες προστατευμένες θέσεις . Ποτίσματα κανονικά . Εάν καλλιεργείται σε φυτοδοχεία και με σκοπό τον περιορισμό του όγκου του φυτού υποβάλλεται σε κλάδεμα των υγιών και εύρωστων κλαδιών το μισό του μήκους τους  και των ασθενικών στα 2/3 αυτών .
      Η πλούσια και παρατεταμένη ανθοφορία του , το σχήμα και το έντονο χρώμα του άνθους , η γρήγορη ανάπτυξη και το σκληρό φύλλωμά .
      Χρησιμοποιείται σε κήπους , πάρκα , πεζόδρομους , αλλά και σε φυτοδοχεία και ζαρντινιέρες στο μπαλκόνι . Μεμονωμένο ενδιάμεσα τού χλοοτάπητα, και σε συστάδες μόνο του η μαζί με άλλους θάμνους .Είναι φυτό που η καλλωπιστική του αξία οφείλεται τόσο στο κοκκινωπό χρώμα των βλαστών και του φυλλώματος όσο και στα λευκορόδινα άνθη του . Στην κηποτεχνία το χρησιμοποιούμε σε γλάστρες , ζαρντινιέρες , στον κήπο κατά συστάδες , με άλλα πολυετή φυτά αντίστοιχης ανάπτυξης , η εν σειρά . Ιδιαίτερη προσοχή να δίνεται ώστε να μην φυτεύομαι μπροστά του φυτά μεγαλύτερης ορθόκλαδης ανάπτυξης.

Ναντίνα

      Αειθαλής θάμνος ύψους έως 3m, με σύνθετα ανοιχτοπράσινα φύλλα που γίνονται βαθυκόκκινα το Φθινόπωρο και πολύ διακοσμητικούς κόκκινους καρπούς που διατηρούνται όλο το Χειμώνα. Εντυπωσιακή είναι και η Καλοκαιρινή ανθοφορία του φυτού, από λευκά σύνθετα άνθη. Ανθεκτικό στα ασβεστώδη εδάφη και στις παραθαλάσσιες περιοχές, προτιμά εδάφη γόνιμα και καλά στραγγιζόμενα. Χρησιμοποιείται στην κηποτεχνία για μεμονωμένες φυτεύσεις αλλά και για ελεύθερες μπορντούρες, λόγω του ιδιαίτερης εμφάνισής του.




Ορτανσία

      Η ορτανσία είναι δικοτυλήδονο φυτό, που ανήκει στην οικογένεια Υδραγγεΐδες (Hydrangeaceae). To γένος Υδραγγεία (Hydrangea) περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη, που ευδοκιμούν στην Κεντρική και στην Ανατολική Ασία, κυρίως στην Κίνα και στις περιοχές των Ιμαλαΐων, όπως επίσης και στην αμερικανική ήπειρο. Καλλιεργείται ως διακοσμητικό φυτό.Είναι θαμνώδες, φυλλοβόλο φυτό. Έχει μεγάλα φύλλα μήκους έως 15 εκατοστά, σχήματος καρδιάς με οδοντωτή περιφέρεια. Οι ταξιανθίες της είναι πλούσιες, και σφαιρικές. Αποτελούνται από πολλά ροζ, κόκκινα, μοβ, μπλε και λευκά άνθη. Το χρώμα στα άνθη της καθορίζεται κυρίως από τη γενετική σύσταση του φυτού αλλά και από το έδαφος, όμως μία αλλαγή χρωματισμού μπορεί να επιτευχθεί και με διάφορους εμβολιασμούς.
      Η ορτανσία καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό φυτό σε γλάστρες και κήπους . Στην Ιαπωνία αποξηραμένα πέταλα των ανθών προστίθενται στο τσάι δημιουργώντας την ποικιλία τσαγιού «ορτανσία».
Στην Ελλάδα η καλλιέργεια γίνεται κυρίως στην Αττική και το φυτό έρχεται σε ανθοπωλεία ανθισμένο σε γλάστρες από το χειμώνα μέχρι τον Μάιο.
      Είναι ένας μικρός, θάμνος ύψους 0,40 εκ. έως 2,50 μ. Τα φύλλα είναι ωοειδή ή ελλειπτικά, αιχμηρά στην κορυφή πριονωτά, και έχουν μήκος 10-20 εκ. Τα άνθη είναι λευκά ή ρόδινα. Σχηματίζουν σφαιρικές, φοβοειδείς ή κορυμβόμορφες ταξιανθίες. Ευδοκιμεί σε διάφορα εδάφη, όχι όμως υγρά. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα. Κυριότεροι εχθροί της είναι το ωίδιο, ο μύκητας Ασκόχυτος και άλλα.
      Η καταγωγή του φυτού είναι από την Κίνα και την Ιαπωνία. Στις χώρες αυτές καλλιεργείται από τα πολύ παλιά χρόνια, με ποικίλες παραλλαγές. Σταδιακά μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο και έγιναν διασταυρώσεις ποικιλιών, ώστε εμφανίστηκαν στο εμπόριο ομορφότερα υβρίδια.

Δάφνη Απόλλωνος

      Η δάφνη (επιστ.: Δάφνη η ευγενής, Laurus nobilis) είναι ένα αρωματικό φυτό της οικογένειας των Δαφνοειδών. Ανήκει στο γένος Δάφνη. Στην Ελλάδα απαντάται και αυτοφυής. Επίσης, στον ελληνικό χώρο καλλιεργείται και η δάφνη του Απόλλωνα, γνωστή με τα λαϊκά ονόματα βαγιά, δάφνη, δαφνολιά και φυλλάδα. Δεν είναι γνωστή η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φύλλων δάφνης. Μόνο στην Ελλάδα εξάγονται περί τους 200 τόνους ετησίως.
      Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, ακέραια, λογχοειδή, βαθυπράσινα με μικρό μίσχο και με ελαφρά κυματοειδή μορφή. Η οσμή τους είναι αρωματική και η γεύση τους είναι λίγο πικρή. Τα άνθη βγαίνουν το Μάρτιο με Απρίλιο. Ο καρπός είναι δρύπη με σαρκώδες περικάρπιο και μεγάλο σπέρμα. Το χρώμα του είναι κυανόμαυρο ή μαύρο όταν ωριμάσει, σχήμα ωοειδές και μέγεθος μικρής ελιάς. Από τους καρπούς παράγεται το δαφνέλαιο, που έχει μορφή αλοιφής και στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι πράσινο.
      Το φυτό ευδοκιμεί σε ασβεστολιθικά και καλά αρδευόμενα εδάφη. Ο πολλαπλασιασμός του γίνεται με σπέρματα , τα οποία σπέρνονται σε σπορεία. Έπειτα από 3-4 μήνες τα φυτεύουν στο έδαφος και όταν αναπτυχθούν αρκετά τότε μεταφυτεύονται στην οριστική τους θέση. Εκτός αυτού, η δάφνη πολλαπλασιάζεται και με μοσχεύματα όπως και με παραφυάδες.
      Τα φύλλα του φυτού χρησιμοποιούνται ως άρτυμα στη μαγειρική (νοστιμίζει φαγητά όπως τα όσπρια) και στη συσκευασία ξηρών καρπών, όπως σύκα ή σταφίδες. Το αιθέριο έλαιο που έχουν τα φύλλα και οι καρποί (δαφνέλαιο) χρησιμοποιείται για την παρασκευή εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων. Ένα αραιό αφέψημα από αυτά χρησιμοποιείται ως παρασιτοκτόνο οργανισμών που παρασιτούν σε άλογα.
Στην Ελλάδα η δάφνη ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και γίνεται μνεία γι' αυτήν στον Όμηρο. Ήταν ιερό δέντρο, αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα. Πρώτα οι Έλληνες και έπειτα οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να στεφανώνουν με κλαδιά δάφνης τους νικητές των αγώνων. Έτσι, ακόμα και σήμερα η δάφνη ταυτίζεται με τη δόξα, τη νίκη και την υπεροχή. Στην αρχαιότητα ήταν επίσης γνωστές οι θεραπευτικές της ιδιότητες.
Δεντρολίβανο

     Αρωματικός αειθαλής θάμνος το δενδρολίβανο ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος και στην οικογένεια των Χειλανθών.
      Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές ,σε στολισμούς κτηρίων, ναών και το έκαιγαν και σαν θυμίαμα.
      Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής.
      Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Η πάνω επιφάνεια των φύλλων έχει χρώμα σκούρο πράσινο και η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρώς χνουδωτή με χρώμα λευκό ή αχνά γκριζωπό. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.
      Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση. Στη ζαχαροπλαστική το χρησιμοποιούν κυρίως στα γλυκά του κουταλιού. Έχουν ένα ευχάριστο άρωμα που μοιάζει με αυτό του τσαγιού και η γεύση του είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.
Από τα φύλλα του δενδρολίβανου εξάγεται ένα υγρό που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φάρμακου για τους ρευματισμούς, για τις διάφορους ερεθισμούς του στόματος καθώς και για το βήχα. Από τους βλαστούς εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία καθώς και με κατάλληλη επεξεργασία στην παρασκευή εντομοκτόνων.
      Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για τη παραγωγή μελιού.




Λεβάντα

      Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Το γνωστότερο γένος είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών. Επίσης, απαντάται στα Κανάρια Νησιά, στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και επίσης για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στοΔιοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό.
      Πρόκειται για φυτό φρυγανώδες και πολύκλαδο, με όρθιους βλαστούς που φύονται από τη βάση. Είναι, συνεπώς, θάμνος, με ύψος 30 έως 80 εκατοστά. Έχει γκριζοπράσινα φύλλα, στενά ως λογχοειδή. Οι ανθοφόροι βλαστοί καταλήγουν σε ταξιανθία τύπου στάχεος.
Το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική ως τονωτικό και αντικαταρροϊκό. Κύριο συστατικό του είναι η χημική ένωση οξικό λιναλύλιο. Εκτός αυτού, περιέχει αλκοόλες.
      Η λεβάντα καλλιεργείται σε εδάφη πλούσια σε ασβέστιο, καθώς αυτό βελτιώνει την ποιότητα του αιθερίου ελαίου της και βοηθά την ανάπτυξη του φυτού. Το έδαφος καλλιέργειας πρέπει να είναι ελαφρύ και χαλικώδες, γι' αυτό και το φυτό προσφέρεται για καλλιέργεια σε εκτάσεις ακατάλληλες για άλλου τύπου καλλιέργειες. Δεν αγαπά, επίσης, ιδιαίτερα την υγρασία, αλλά ούτε και την ολοσχερή ξηρασία. Σήμερα καλλιεργείται στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία και αρκετές χώρες της Βόρειας Αφρικής. Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αρκαδία, την Κεφαλληνία, τις Σέρρες και την Κομοτηνή.
      Πολλαπλασιάζεται με σπόρους, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η συλλογή (συγκομιδή) γίνεται κατά το στάδιο πλήρους ανθοφορίας, οπότε και μπορεί να ληφθεί η μέγιστη ποσότητα (και ποιότητα) αιθερίου ελαίου.