Δέντρα

Ευκάλυπτος

      Ο ευκάλυπτος είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, ιθαγενές φυτό και ανήκει στην τάξη Μυρτώδη και στην οικογένεια των Μυρτοειδών.
      Περιλαμβάνει 550 περίπου είδη μεγάλων ως επί το πλείστον δέντρων που καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές για εμπορική εκμετάλλευση και για τη σκιά τους.
      Τα φύλλα του είναι μακριά , δερματώδη και κρέμονται από το δέντρο. Ο καρπός είναι κάψα που περιβάλλεται από μία θήκη και περιέχει πολλά μικρά σπόρια ενώ τα άνθη όταν ανοίγουν ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα μικρό δοχείο.
      Τα φύλλα πολλών ειδών περιέχουν ένα έλαιο γνωστό και σαν ευκαλυπτέλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική σε διάφορα σπρέι κατά της ρινικής καταρροής.
Από τον κορμό κάποιων άλλων ειδών λαμβάνεται η ρητίνη, χρήσιμη στη βυρσοδεψία και στη φαρμακευτική.
      Τα δέντρα είναι ψηλά και μπορούν να φτάσουν σε ύψος και τα 90 μέτρα και η περιφέρεια του κορμού τα 8 μέτρα.
      Ο φλοιός του ευκαλύπτου έχει χρήσεις στη βυρσοδεψία, ενώ το ξύλο του, επειδή έχει την ιδιότητα να είναι σκληρό και στερεό, έχει χρήσεις στη ναυπηγική σε βαριές και ελαφριές κατασκευές, στην κατασκευή αποβάθρων, στη γεφυροποιία, σε τηλεγραφικούς στύλους και σε οικοδομές. Στην Αυστραλία χρησιμοποιείται σαν καύσιμο.
      Επίσης χρησιμοποιείται πολύ σε αναδασώσεις γιατί αναπτύσσεται πολύ γρήγορα ενώ παράλληλα δεν είναι ευαίσθητος στις διάφορες ασθένειες.
      Στην Ελλάδα βρίσκουμε το είδος ευκάλυπτος γκλόμπουλους που φτάνει σε ύφος τα 80 μέτρα. Ο ευκάλυπτος εισήχθη στην Ελλάδα από τον βοτανολόγο και λόγιο Θεόδωρο Ορφανίδη το 1862.
      Έχει ξερό φλοιό που μαδάει βγάζοντας μακριές ταινίες αφήνοντας τον κορμό λείο και το χρώμα του σταχτίλευκο.
      Καλλιεργείται κυρίως στη νότια Ελλάδα και στη Χαλκιδική και βρίσκεται σε δάση και κήπους.
      Μερικοί τον φυτεύουν στον κήπο του σπιτιού τους αφού εκτός της σκιάς και της δροσιάς που παρέχει έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει και τα κουνούπια.
 Ιτιά κλαίουσα

      Η Ιτιά (επιστ. Ιτέα, Salix) είναι γένος φυτών που ανήκει στην τάξη των Ιτεωδών (Salicales) και στην οικογένεια των Ιτεοειδών (Salicaceae) και περιλαμβάνει 330 περίπου είδη δέντρων και θάμνων των εύκρατων κυρίως αλλά και ψυχρών περιοχών της γης.
      Τα δέντρα βρίσκονται κυρίως κοντά σε ποτάμια, χείμαρρους ή ρυάκια τα δε μικρά δέντρα και οι θάμνοι σε βουνά , βραχώδη εδάφη και ορισμένα είδη σε αρκτικές περιοχές.
      Όλα τα είδη έχουν στενά φύλλα που εναλλάσσονται, τα άνθη τους είναι αιωρούμενες ταξιανθίες και τα σπόρια τους έχουν μακριές μεταξωτές τρίχες.
      Μεταξύ των διαφόρων ειδών του γένους παρατηρείται φυσικός υβριδισμός και έτσι τα είδη της ιτιάς πολλαπλασιάζονται.
      Ο φλοιός της ιτιάς χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, ενώ από το φλοιό ορισμένων ειδών εξάγεται μία ουσία που ονομάζεται γλυκοζίτης σαλικίνη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
      Η ξυλεία των ειδών της ιτιάς δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτική όμως από το είδος άλμπα κάλβα κατασκευάζονται τα μπαστούνια του κρίκετ.
      Ο τυπικός εκπρόσωπος της ομάδας αυτής των δέντρων είναι η κλαίουσα ιτιά ή απλά κλαίουσα (Salix × sepulcralis), δέντρο που το ύψος του φτάνει τα 20 μέτρα και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η φυλλωσιά του που γέρνει προς τα κάτω και από μακρινή απόσταση δίνει την εντύπωση μιας βροχής «δακρύων», δικαιολογώντας την ονομασία του.



Καλλωπιστική Δαμασκηνιά

      Η καλλωπιστική δαμασκηνιά ή αλλιώς προύνος (κάποιοι την ονομάζουν κόκκινη κορομηλιά) είναι φυλλοβόλο δένδρο με λαμπερό μωβ φύλλωμα. Όμορφα βέβαια είναι και τα άνθη της νωρίς την άνοιξη πριν βγούν τα φύλλα σε χρώμα απαλού ροζ. Στην συνέχεια δημιουργεί καρπούς κόκκινους οι οποίοι είναι ένα νόστιμο φρούτο. Είναι αρκετά ανθεκτικό φυτό και στον πάγο και στην ζέστη. Προτιμά ηλιόλουστα σημεία και έδαφος με καλή στράγγιση. Καλό είναι να βάζουμε άνοιξη και φθινόπωρο λίπασμα. Ένα από τα πιο όμορφα δένδρα για οποιοδήποτε κήπο. Το βρίσκουμε και σε θαμνώδη μορφή.







Κέδρος

      Ο κέδρος (Cedrus) είναι κωνοφόρο αειθαλές δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των Πευκοειδών. Περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο κέδρος του Λιβάνου. Δάση από κέδρους συναντώνται στην Κύπρο και στο όρος Πάρνωνας.
      Ο κέδρος χαρακτηρίζεται από το μεγάλο μέγεθος του κορμού του και την ογκώδη και ακανόνιστη κόμη των κλαδιών του. Τα φύλλα του είναι βελονοειδή και άκαμπτα, ενώ καθένα από αυτά διαθέτει δύο ρητινοφόρους αγωγούς. Το φύλλο ενός κέδρου παραμένει στο δέντρο από 3 ως 6 χρόνια. Οι θηλυκοί κώνοι του κέδρου έχουν πράσινο ή πορφυρό χρώμα.
      Είναι κατάλληλα για φύτευση παντού στην Ελλάδα, καθώς και τα τέσσερα είδη του κατάγονται από ορεινές περιοχές που βρίσκονται μεταξύ του Μαρόκου και των Ιμαλαΐων και είναι πλήρως εγκλιματισμένα.
Δεν απαιτούν κλάδεμα, εκτός αν εμφανιστεί δεύτερος επικόρυφος βλαστός, οπότε και τον αφαιρούμε (μονοκορύφωση).
      Αναπτύσσονται σε ουδέτερα ή αλκαλικά, μέτρια υγρά εδάφη, σε ηλιόλουστες θέσεις.
      Κέδρους συναντάμε συχνά σε ελατοδάση, διότι οι κέδροι αρχικά παρέχουν τη σκιά που απαιτούν τα έλατα για να μεγαλώσουν κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους.
      Το ξύλο ένος κέδρου όταν καίγεται δίνει ένα άρωμα, και γι' αυτό χαρακτηρίζεται και ως αρωματικό δέντρο.
      Ο κέδρος δεν χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί, ούτε έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από το έδαφος.

Κυπαρίσσι

      Γυμνόσπερμο, κωνοφόρο ,αειθαλές φυτό το κυπαρίσσι ανήκει στην οικογένεια των Κυπαρισσοειδών με 18 είδη που βρίσκονται στις περιοχές της Βορείου Αμερικής, στις χώρες της Μεσογείου και στη Δυτική Ασία.
      Τα περισσότερα είδη είναι δέντρα που φτάνουν σε ύψος τα 30 μέτρα και έχουν σχήμα πυραμίδας. Λίγα είναι τα θαμνώδη είδη που είναι αυτοφυή άγριων βραχωδών περιοχών με απλωμένα κλαδιά που δεν ξεπερνούν σε ύψος τα 7 μέτρα.
      Ο φλοιός του δέντρου χωρίζεται σε λωρίδες που αποχωρίζονται και πέφτουν τα φύλλα του είναι απλωτά βελονοειδή και σε μεγαλύτερη ηλικία αποκτούν λέπια. Οι κώνοι του κυπαρισσιού έχουν σχήμα σφαιρικό και φέρουν ζεύγη ξυλωδών λεπιών που βγαίνουν από τον άξονα του κάθε κώνου. Τα λέπια αυτά όταν γονιμοποιηθούν φέρουν αρκετά σπόρια που ωριμάζουν κάθε δεύτερο χρόνο. Ο κώνος ανοίγει 2 χρόνια αργότερα.
      Τα πιο γνωστά είδη κυπαρισσιού είναι :
1.-Το κοινό κυπαρίσσι. Βρίσκεται σαν αυτοφυές στις περιοχές της Μικράς Ασίας, του Ιράν και της Ελλάδας καλλιεργείται δε και σαν καλλωπιστικό σε όλη τη νότια Ευρώπη. Ψηλό δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος, ο κορμός του είναι ίσιος , τα φύλλα του μικρά και φέρουν λέπια είναι δε πολύ πυκνά και σκεπάζουν τα μικρά κλαδιά. Τοποθετείται σε διάφορα πάρκα , κατά μήκος των δρόμων , για τη δημιουργία αντιανεμικών φραγμάτων και σε αναδασώσεις. Η καλής ποιότητας ξυλεία του χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
Είναι δέντρο πολύμορφο και υπάρχει σε πολλές παραλλαγές. Οι πιο σημαντικές είναι δύο. Η πυραμοειδής παραλλαγή ,στην οποία τα κλαδιά του είναι όρθια και λέγεται και αρσενικό κυπαρίσσι.
Οριζοντιόκλαδος παραλλαγή με οριζόντια απλωτά κλαδιά και πλατιά πλούσια κόμη. Είναι το γνωστό θηλυκό κυπαρίσσι.
Το κυπαρίσσι το κοινό είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια. Σύμφωνα με το μύθο την ονομασία του την οφείλει τον Κυπάρισσο από την Κω που τον μεταμόρφωσε ο θεός Απόλλωνας σε δέντρο έτσι ώστε να παραμείνει αθάνατος , μαζί και η θλίψη του μετά από το θάνατο του αγαπημένου του ελαφιού. Έτσι σύμφωνα με αυτή την άποψη έμεινε σαν πένθιμο δέντρο και φυτεύεται σε κοιμητήρια.
2.-Κυπαρίσσι το πένθιμο. Καλλιεργείται στην Κίνα για της καλής ποιότητας ξυλεία που δίνει , σαν καλλωπιστικό και φυτεύεται σε κοιμητήρια.
3.- Το κυπαρίσσι το μακρύκαρπο κατάγεται από την Καλιφόρνια. Φτάνει σε ύψος τα 30 μέτρα και καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό. Όταν φτάσει σε μεγάλη ηλικία θυμίζει τον κέδρο.
4.-Το κυπαρίσσι του Κασμίρ. Ωραίο δέντρο με ύψος που φτάνει τα 20 μέτρα. Βρίσκεται σε ορεινές περιοχές της Κίνας του Μπουτάν και του Κασμίρ.
Τούγια

      Η τούγια είναι κωνοφόρο φυτό και χαρακτηριστικό της είναι το συμπαγές σχήμα που δημιουργεί. Ανάλογα την ποικιλία έχει χρωματισμό από σκούρο πράσινο , ανοιχτό πράσινο εως και χρυσοκίτρινο. Υπάρχουν σε αρκετές ποικιλίες και σχήματα, αλλά οι πιο δημοφιλείς έχουν σχήμα πυραμίδας (Thuja orientalis «Pyramidalis Aurea» και Thuja occidentalis «Emeraud») και σφαίρας (Thuja orientalis «Aurea Nana»).    Εκτός από την κανονική ποικιλία υπάρχει και νάνα ποικιλία με διάφορους χρωματισμούς επίσης.
Χρειάζεται σημεία ηλιόλουστα , ελαφρώς όξινο χώμα , το καλοκαίρι συχνό και αρκετό νερό και λίπανση άνοιξη - φθινόπωρο. Εξαιρετικά ανθεκτική στον παγετό.
      Η τούγια μπορεί να έχει χρήση σαν μεμονωμένο φυτό στον κήπο , σαν φυτοφράχτης και η νάνες ποικιλίες για βραχόκηπους και παρτέρια. Πολύ όμορφο και σε μπονζάι. Επίσης μπορεί να γίνει φύτευση και σε γλάστρα. Τον χειμώνα είναι φυσιολογικό να παίρνει πιο σκούρο χρώμα. Την άνοιξη με την ζέστη θα αρχίσει να παίρνει πάλι το φυσικό της χρώμα.




Αμυγδαλιά

      Η Αμυγδαλιά (Amygdalus communis, συν. Prunus amygdalus), κατάγεται από τη νοτιοδυτική και κεντρική Ασία. Είδη και ποικιλίες της, ακόμη και σήμερα, αυτοφύονται στην Τουρκία, τη Συρία, την περιοχή του Καυκάσου καθώς και το Αφγανιστάν. Κάποιοι λένε πως στην Ελλάδα μεταφέρθηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι είναι ιθαγενές είδος(μάλλον αναφέρονται στην άγρια αμυγδαλιά-είδη Prunus webbii και Amygdalus communis sylvestris).
      Μετρίου μεγέθους φυλλοβόλο δένδρο (ως 20 μέτρα ύψος). Τα φύλλα του είναι λεπτά, χρώματος πράσινου ανοικτού. Δεν είναι υπεραιωνόβιο όπως η Ελιά και η Συκιά. Επειδή είναι το πρώτο καρποφόρο δένδρο που ανθίζει, θεωρείται το σύμβολο της ανάστασης.
      Τα άνθη, βγαίνουν αργά το χειμώνα, πριν την εμφάνιση των φύλλων. Επειδή μπορεί να ανθίσει ακόμη και στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου, είναι πάρα πολλές φορές πιθανό να τη δούμε ανθισμένη ενώ χιονίζει.
      Εντός ενός μηνός από την άνθιση, αρχίζει η ανάπτυξη των πράσινων, χνουδωτών καρπών, των Αμυγδάλων.






Ελιά

      Η ελιά ή ελαιόδενδρο ή λιόδεντρο (επιστ. Ελαία, Olea) είναι γένος καρποφόρων δένδρων της οικογένειας των Ελαιοειδών (Oleaceae), το οποίο συναντάται πολύ συχνά και στην Ελλάδα. Ο καρπός του ονομάζεται επίσης ελιά και από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο. Η ελιά υπήρξε το σύμβολο της θεάς Αθηνάς.
Ο καρπός της ελιάς είναι πολύ βασικός για τη Μεσογειακή διατροφή, τόσο ως εδώδιμος όσο και επειδή από αυτόν παράγεται το ελαιόλαδο.
      Είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Καλλιεργούνταν στην Αρχαία Ελλάδα και οι ελιές και το ελαιόλαδο αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά προϊόντα.
      Η ελιά είναι γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους, και πιθανότατα κατάγεται από το χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνικήπαράδοση, πατρίδα της ελιάς είναι η Αθήνα και η πρώτη ελιά φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη.
      Οι Έλληνες ήταν ο πρώτος λαός που καλλιέργησε την ελιά στον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο. Την μετέφεραν είτε Έλληνες άποικοι είτε Φοίνικες έμποροι. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, κατά το 580 π.Χ, ούτε το Λάτιο ούτε η Ισπανία ούτε η Τύνιδα γνώριζαν την ελιά και την καλλιέργειά της. Η ελιά ευδοκιμεί σε κλίματα εύκρατα χωρίς ακρότητες θερμοκρασίας (με μέση ετήσια θερμοκρασία 16οC) και υγρασίας, για αυτό είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη μεσογειακή ζώνη (όπως στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Τουρκία, και την Αλγερία και αλλού)
      Είναι δέντρο αειθαλές, έχει φύλλα αντίθετα, λογχοειδή, δερματώδη, σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια και αργυρόχροα στην κάτω.
Τα άνθη της είναι λευκωπά, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν ταξιανθία βότρυος και εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός ωριμάζει και συλλέγεται κατά τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα. Ο κορμός της ελιάς είναι οζώδης και καλύπτεται από τεφρόφαιο φλοιό.
Ροδιά

            Η ροδιά είναι φυτό του γένους πουνική (Punica) της οικογένειας πουνικίδες (Punicaceae). Ανήκει στην τάξη μυρτώδη (Myrtales). To γένος πουνική περιλαμβάνει δύο είδη, με σημαντικότερη την Πουνική η ροιά (Punica granatum). Αυτή είναι γνωστή με τα κοινά ονόματα ροδιά, ροϊδιά, ρογδιά και ρωβιά (στην Κύπρο). Καλλιεργείται κυρίως για τους καρπούς της, από τους οποίους παρασκευάζεται το ποτό γρεναδίνη, όμως και για καλλωπιστικούς σκοπούς. Αυτό φτιάχνεται από χυμό ροδιών και είναι ιδιαίτερα εύγευστο.
      Καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο και ευδοκιμεί σε θερμές περιοχές, στα νησιά και στις εσωτερικές πεδιάδες. Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, με μεγάλα άνθη, συνήθως κόκκινα και σπανιότερα λευκά. Ο καρπός της είναι το ρόδι και είναι σωροκάρπιο ή συγκάρπιο από πολλές δρύπες (παλαιότερα ονομαζόταν σίδιο). Ο χυμός του ροδιού αντιπροσωπεύει τα τρία τέταρτα του βάρους του. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα ή παραφυάδες. Οι καρποί της ωριμάζουν το φθινόπωρο και συλλέγονται πριν αρχίσουν οι βροχές. Έπειτα, αποθηκεύονται σε ξηρό περιβάλλον. Η ροδιά απαντάται και σε μορφή νάνου. Δέντρο ανθεκτικό, σπάνια προσβάλλεται από παράσιτα.
      Το δέντρο ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα. Στον Όμηρο και στην Οδύσσεια υπάρχει αναφορά στη ροδιά. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι το φυτό καλλιεργούνταν στους κήπους του βασιλέα Αλκίνοου. Ο Θεόφραστος την αναφέρει ροιά ή ρόα. Ήδη από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν τη φλούδα της στη βυρσοδεψία και στην ιατρική.